στουμπώνω

στουμπώνω
στούμπωσα, στουμπωμένος
1. γεμίζω κάτι πολύ: Πού τα στούμπωσες τόσα ρούχα;
2. δίνω πολλή τροφή σε κάποιον: Μην το στουμπώνεις το παιδί.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • στουμπώνω — στουμπώνω, στούμπωσα, στουμπωμένος βλ. πίν. 3 Σημειώσεις: στουμπώνω – στουπώνω : τα δύο ρ. έχουν διαφορετικές έννοιες. Το στουμπώνω σημαίνει → γεμίζω υπερβολικά / φράζω, βουλώνω / ταΐζω ή τρώω υπερβολικά. Το στουπώνω σημαίνει → φράζω, βουλώνω με… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • στουμπώνω — Ν [στούμπος] 1. γεμίζω υπερβολικά κάτι με υλικά που μπορούν να συμπιεστούν («στούμπωσα τον σάκο με ρούχα») 2. (σχετικά με σωλήνα ή οχετό) προκαλώ απόφραξη ρίχνοντας υλικά που δεν διαρρέουν («τόν στούμπωσες τον νεροχύτη») 3. αποφράσσομαι, βουλλώνω …   Dictionary of Greek

  • στουπώνω — στουπώνω, στούπωσα, στουπωμένος βλ. πίν. 3 Σημειώσεις: στουμπώνω – στουπώνω : τα δύο ρ. έχουν διαφορετικές έννοιες. Το στουμπώνω σημαίνει → γεμίζω υπερβολικά / φράζω, βουλώνω / ταΐζω ή τρώω υπερβολικά. Το στουπώνω σημαίνει → φράζω, βουλώνω με… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μπουκώνω — 1. γεμίζω το στόμα κάποιου με φαγητό («όλο τό μπουκώνεις το παιδί και θα πνιγεί») 2. παρεμποδίζω λειτουργία με υπερβολική τροφοδοσία 3. υπερπληρώνω κάτι, παραγεμίζω, στουμπώνω, καργάρω 3. (αμτβ.) φράζομαι, βουλώνω, δυσλειτουργώ ή σταματώ λόγω… …   Dictionary of Greek

  • σκορδοστούμπι — το, Ν 1. φαγητό παρασκευαζόμενο από κρέας και σκόρδο 2. σκορδόξιδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκόρδο + στούμπος / στουμπώνω «παραγεμίζω», κατά τα ουδ. σε ι] …   Dictionary of Greek

  • στουπώνω — και στυπώνω Ν [στουπί / στυπείο] 1. φράζω οπή ή χαραμάδα με στουπί 2. τοποθετώ στυπόχαρτο σε χειρόγραφο για να απορροφηθεί το μελάνι 3. στουμπώνω, παραγεμίζω …   Dictionary of Greek

  • στούμπωμα — το, Ν [στουμπώνω] 1. κλείσιμο ανοίγματος με στούμπο, με κόπανο 2. τοποθέτηση βουλώματος σε κάτι, στούπωμα 3. πλήρωση τού στομάχου με υπερβολική δόση τροφής …   Dictionary of Greek

  • στούμπωση — η, Ν [στουμπώνω] το στούμπωμα …   Dictionary of Greek

  • φράζω — έφραξα, φράχτηκα, φραγμένος 1. μτβ., κατασκευάζω φραγμό, περιφράζω, προστατεύω με φράχτη: Φράζω το περιβόλι. 2. αποκλείω πέρασμα, αποφράζω, κλείνω: Οι κορμοί δέντρων έφραξαν το δρόμο. 3. κλείνω στόμιο, βουλώνω, στουμπώνω: Να φράξεις με τάπα το… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”